Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σταματώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . σταματ|ώ <-άς, -ησα, -ημένος> [stamaˈtɔ] VERB μεταβ

2. σταματώ (δεν αφήνω να συνεχίσει):

σταματώ

3. σταματώ (σβήνω: μηχανή κτλ):

σταματώ

II . σταματ|ώ <-άς, -ησα, -ημένος> [stamaˈtɔ] VERB αμετάβ

1. σταματώ (παύω να προχωρώ: πεζός, όχημα):

σταματώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский