Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: Trost , Trott , troff και trotz

troff [trɔf]

troff απλ παρελθ von triefen

Βλέπε και: triefen

triefen <trieft, triefte/troff, getrieft/getroffen> [ˈtriːfən] VERB αμετάβ

Trott <-(e)s, -e> [trɔt] SUBST αρσ

1. Trott (Gang):

2. Trott μτφ (Routine):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский