Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „στάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . στά|ζω <-ξα> [ˈstazɔ] VERB αμετάβ (χύνομαι)

στάζω

II . στά|ζω <-ξα> [ˈstazɔ] VERB μεταβ (χύνω)

στάζω

Παραδειγματικές φράσεις με στάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский