Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: stupfen , Puffer και Stufe

Puffer <-s, -> SUBST αρσ

1. Puffer ΣΙΔΗΡ:

stupfen [ˈʃtʊpfən] VERB μεταβ ιδιωμ A CH

stupfen s. stupsen

Βλέπε και: stupsen

stupsen [ˈʃtʊpsən] VERB μεταβ

Stufe <-, -n> [ˈʃtuːfə] SUBST θηλ

1. Stufe (Treppenstufe):

σκαλί ουδ

3. Stufe (Phase):

φάση θηλ

4. Stufe (Raketenstufe):

όροφος αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский