Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σκουντώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σκουντ|ώ <-άς, -ησα [ή -ηξα] > [skunˈdɔ] VERB μεταβ

1. σκουντώ (βαρύ αντικείμενο, πόρτα, αυτοκίνητο):

σκουντώ

2. σκουντώ (άνθρωπο):

σκουντώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский