Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „stupfen“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

stupfen [ˈʃtʊpfən] VERB μεταβ ιδιωμ A CH

stupfen s. stupsen

Βλέπε και: stupsen

stupsen [ˈʃtʊpsən] VERB μεταβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"stupfen" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский