Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: stopp , stolz , Stopp , stoppen και stopfen

stopp! ΕΠΙΦΏΝ

Stopp <-s, -s> [ʃtɔp] SUBST αρσ

stolz [ʃtɔlts] ΕΠΊΘ

1. stolz (voll Stolz):

I . stopfen [ˈʃtɔpfən] VERB μεταβ

2. stopfen (Pfeife):

3. stopfen (stecken):

II . stopfen [ˈʃtɔpfən] VERB αμετάβ (von Speisen)

stoppen [ˈʃtɔpən] VERB μεταβ/αμετάβ (anhalten)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский