Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „στάση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

στάσ|η <-εις> [ˈstasi] SUBST θηλ

2. στάση (ακινησία):

στάση
Stillstand αρσ

4. στάση (λεωφορείου):

στάση
Haltestelle θηλ
στάση ταξί
Taxistand αρσ

5. στάση (γνώμη, συμπεριφορά):

στάση
Haltung θηλ

6. στάση (εξέγερση):

στάση
Aufstand αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский