Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: Trog , trog και Grog

Grog <-s, -s> [grɔk] SUBST αρσ

trog [troːk]

trog απλ παρελθ von trügen

Βλέπε και: trügen

Trog <-(e)s, Tröge> [troːk, ˈtrøːgə] SUBST αρσ

1. Trog (Futtertrog):

παχνί ουδ

2. Trog (Waschtrog):

σκάφη θηλ

3. Trog (Backtrog):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский