Ελληνικά » Γερμανικά

I . ξεγελ|ώ <-άς, -ασα, -άστηκα, -ασμένος> [ksɛjɛˈlɔ] VERB μεταβ

1. ξεγελώ (παραπλανώ):

ξεγελώ

2. ξεγελώ (απατώ, γελώ):

ξεγελώ

II . ξεγελιέμαι VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский