Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „reinziehen“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

rein|ziehen irr VERB αυτοπ ρήμα sich reinziehen οικ

1. reinziehen (Getränk, Buch, Musik):

sich reinziehen

2. reinziehen (Essen):

sich reinziehen

Παραδειγματικές φράσεις με reinziehen

sich δοτ einen Trip reinziehen

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"reinziehen" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский