Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: faulig , mehlig , madig , adlig , mäklig και maulen

mäklig ΕΠΊΘ

mäklig s. mäk(e)lig

Βλέπε και: mäk(e)lig

adlig [ˈaːdlɪç] ΕΠΊΘ

madig [ˈmaːdɪç] ΕΠΊΘ

mehlig ΕΠΊΘ

1. mehlig (fein wie Mehl):

2. mehlig (mit Mehl bestäubt):

3. mehlig (Obst: nicht saftig):

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Die Erwachsenen sind maulig, gehorchen den Kindern aber.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "maulig" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский