Γερμανικά » Ελληνικά

Laden <-s, Läden> [ˈlaːdən] SUBST αρσ

1. Laden (Geschäft):

μαγαζί ουδ

3. Laden (Fensterladen):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"lud" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский