Γερμανικά » Ελληνικά

Knoten <-s, -> [ˈknoːtən] SUBST αρσ

2. Knoten ΙΑΤΡ:

όγκος αρσ

3. Knoten (Frisur):

κότσος αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский