Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: keinerlei , keinesfalls , Villa και keilen

keilen [ˈkaɪlən] VERB αυτοπ ρήμα

keilen sich keilen:

Villa <-, Villen> [ˈvɪla] SUBST θηλ

βίλα θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский