Γερμανικά » Ελληνικά

I . mögen <mag/möchte, mochte, gemocht> [ˈmøːgən] VERB μεταβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский