Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: Erschütterung , erschütternd και erschüttern

Erschütterung <-, -en> SUBST θηλ

1. Erschütterung (Beben):

δόνηση θηλ

2. Erschütterung (Ergriffenheit):

ταραχή θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский