Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: droben , drohen , dröge και Droge

droben [ˈdroːbən] ΕΠΊΡΡ ιδιωμ

dröge [ˈdrøːgə] ΕΠΊΘ

1. dröge ιδιωμ μειωτ (Person):

2. dröge ιδιωμ (Brot):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский