Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ναρκωτικό“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ναρκωτικό [narkɔtiˈkɔ] SUBST ουδ

1. ναρκωτικό ΙΑΤΡ:

ναρκωτικό

2. ναρκωτικό (ηρωίνη κτλ):

ναρκωτικό
Droge θηλ
weiche/harte Drogen θηλ πλ
Drogenhandel αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский