Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „νάρκωση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

νάρκωσ|η <-εις> [ˈnarkɔsi] SUBST θηλ ΙΑΤΡ

νάρκωση
Betäubung θηλ
νάρκωση
Narkose θηλ
ενδοφλέβια νάρκωση

Παραδειγματικές φράσεις με νάρκωση

ενδοφλέβια νάρκωση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский