Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κινδυνεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . κινδυν|εύω <-εψα> [cinðiˈnɛvɔ] VERB αμετάβ (βρίσκομαι σε κίνδυνο)

II . κινδυν|εύω <-εψα> [cinðiˈnɛvɔ] VERB μεταβ (διακινδυνεύω)

κινδυνεύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский