Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: pur , Kur , Dur και nur

Dur <-> [duːɐ] SUBST ουδ ενικ ΜΟΥΣ

Kur <-, -en> [kuːɐ] SUBST θηλ

1. Kur (Heilverfahren, Kuraufenthalt):

Kur
Kur
κούρα θηλ

2. Kur (Badekur):

Kur

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский