Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: analytisch , Analytiker και analysieren

analytisch ΕΠΊΘ

Analytiker(in) <-s, -> [anaˈlyːtikɐ] SUBST αρσ(θηλ)

analysieren [analyˈziːrən] VERB μεταβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский