Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „abkriegen“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

ab|kriegen VERB μεταβ οικ

1. abkriegen (bekommen):

abkriegen

2. abkriegen (entfernen können):

abkriegen

Παραδειγματικές φράσεις με abkriegen

sein Fett abkriegen μτφ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"abkriegen" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский