Γερμανικά » Ελληνικά

gelehrt [gəˈleːɐt] ΕΠΊΘ

lehren [ˈleːrən] VERB μεταβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский