Γερμανικά » Ελληνικά

fett ΕΠΊΘ

2. fett (Körper, Fleisch):

Fett <-(e)s, -e> SUBST ουδ

1. Fett (Speisefett):

Fett ΧΗΜ, ΤΕΧΝΟΛ
λίπος ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский