Ελληνικά » Γερμανικά

I . μαύρ|ος <-η, -ο> [ˈmavrɔs] ΕΠΊΘ

2. μαύρος (από τον ήλιο):

μαύρος

3. μαύρος (κρασί):

μαύρος
rot
Rotwein αρσ

II . μαύρ|ος <-η, -ο> [ˈmavrɔs] SUBST αρσ/θηλ

μαύρος

Παραδειγματικές φράσεις με μαύρος

μαύρος βακαλάος
Seelachs αρσ
ο μαύρος χρυσός
μαύρος σαν έβενος
λευκός/μαύρος ιππότης ΟΙΚΟΝ
καφές/λευκός/μαύρος νάνος ΑΣΤΡΟΝ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский