Γερμανικά » Ελληνικά

Anschiss <-es, -e> SUBST αρσ χυδ

an|scheißen irr VERB μεταβ χυδ

1. anscheißen (betrügen):

2. anscheißen (beschimpfen):

Παραδειγματικές φράσεις με Anschiss

einen Anschiss bekommen

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Beendet wurde das Gefecht nach Fristablauf oder einem „Anschiss“.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"Anschiss" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский