Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „χέσιμο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

χέσιμο [ˈçɛsimɔ] SUBST ουδ χυδ

χέσιμο
Scheißen ουδ
δίνω ένα χέσιμο σε κάποιον χυδ

Παραδειγματικές φράσεις με χέσιμο

δίνω ένα χέσιμο σε κάποιον χυδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский