Γερμανικά » Γαλλικά

AnschissΜΟ <-es, -e>, Anschißπαλαιότ <-sses, -sse> ΟΥΣ αρσ αργκ

Anschiss
engueulade θηλ οικ
einen Anschiss bekommen
se faire engueuler οικ

an|scheißen ΡΉΜΑ μεταβ ανώμ αργκ

1. anscheißen (zurechtweisen):

engueuler οικ

2. anscheißen (betrügen):

enfoirer γαλλ αργκό
se faire enfler γαλλ αργκό

Παραδειγματικές φράσεις με Anschiss

einen Anschiss bekommen

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Beendet wurde das Gefecht nach Fristablauf oder einem „Anschiss“.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"Anschiss" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina