Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ελκύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ελκύ|ω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ɛlˈciɔ] VERB μεταβ

1. ελκύω (σέρνω, τραβώ):

ελκύω

2. ελκύω (για μαγνήτη κτλ):

ελκύω και μτφ
ελκύω την προσοχή

Παραδειγματικές φράσεις με ελκύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский