Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „έλλειμμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

έλλειμμα [ˈɛlima] SUBST ουδ

1. έλλειμμα ΧΡΗΜΑΤΟΠ:

έλλειμμα
Defizit ουδ
δημοσιονομικό έλλειμμα
διαρθρωτικό έλλειμμα
έλλειμμα εξωτερικού εμπορίου, εμπορικό έλλειμμα
εσκεμμένο έλλειμμα
έλλειμμα προϋπολογισμού
υπερβολικό έλλειμμα
Defizitabbau αρσ
ταμιακό έλλειμμα
Kassendefizit ουδ

2. έλλειμμα (οτιδήποτε λείπει):

έλλειμμα
Mangel αρσ
έλλειμμα
Defizit ουδ
δημοκρατικό έλλειμμα ΠΟΛΙΤ

3. έλλειμμα ΦΥΣ:

έλλειμμα μάζας
Massendefekt αρσ
πρωτογενές έλλειμμα ουδ ΧΡΗΜΑΤΟΠ

Παραδειγματικές φράσεις με έλλειμμα

έλλειμμα εξωτερικού εμπορίου, εμπορικό έλλειμμα
έλλειμμα ουδ προϋπολογισμού
έλλειμμα ουδ ρευστότητας
διαρθρωτικό έλλειμμα
εσκεμμένο έλλειμμα
υπερβολικό έλλειμμα
ταμιακό έλλειμμα
δημοκρατικό έλλειμμα ΠΟΛΙΤ
έλλειμμα μάζας
ταμειακό έλλειμμα
έλλειμμα ουδ ισοζυγίου πληρωμών

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский