Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ελλειπτικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ελλειπτικ|ός <-ή, -ό> [ɛliptiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. ελλειπτικός (ατελής):

ελλειπτικός
defektives Verb ουδ

2. ελλειπτικός ΓΕΩΜ:

ελλειπτικός

Παραδειγματικές φράσεις με ελλειπτικός

ελλειπτικός/φακοειδής γαλαξίας

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский