Γερμανικά » Ελληνικά

Öl <-(e)s, -e> [øːl] SUBST ουδ

3. Öl ΧΗΜ:

Öl
έλαιο ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με Öle

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский