Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „λαδώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

λαδώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [laˈðɔnɔ] VERB μεταβ

2. λαδώνω (ειδικά μηχάνημα):

λαδώνω

3. λαδώνω (λιπαίνω):

λαδώνω

4. λαδώνω (λερώνω με λάδι):

λαδώνω

5. λαδώνω (δωροδοκώ):

λαδώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский