Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πετρέλαιο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πετρέλαιο [pɛˈtrɛlɛɔ] SUBST ουδ

1. πετρέλαιο (υγρό ορυκτό):

πετρέλαιο
Erdöl ουδ
αργό/ακάθαρτο πετρέλαιο
Rohöl ουδ
βαρύ πετρέλαιο
Schweröl ουδ
Erdölbedarf αρσ
Ölförderung θηλ

2. πετρέλαιο (έτοιμο για χρήση):

πετρέλαιο
Petroleum ουδ
πετρέλαιο θέρμανσης
Heizöl ουδ
πετρέλαιο ντίζελ
φωτιστικό πετρέλαιο
Kerosin ουδ
Öllampe θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με πετρέλαιο

αργό πετρέλαιο
Rohöl ουδ
βαρύ πετρέλαιο
Schweröl ουδ
πετρέλαιο θέρμανσης
Heizöl ουδ
πετρέλαιο ντίζελ
φωτιστικό πετρέλαιο
Kerosin ουδ
ακάθαρτο πετρέλαιο
Rohöl ουδ
αργό/ακάθαρτο πετρέλαιο
Rohöl ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский