Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εξαγωγή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εξαγωγή [ɛksaɣɔˈji] SUBST θηλ

1. εξαγωγή (βγάλσιμο):

εξαγωγή
Herausnahme θηλ

2. εξαγωγή ΜΑΘ:

εξαγωγή (δοντιού) (ρίζας)
Ziehen ουδ
εξαγωγή δοντιού
Zahnziehen ουδ
εξαγωγή ρίζας (δοντιού)
εξαγωγή ρίζας ΜΑΘ
Wurzelziehen ουδ

3. εξαγωγή ΕΜΠΌΡ:

εξαγωγή
Ausfuhr θηλ
εξαγωγή
Export αρσ
unsichtbare Ausfuhren θηλ πλ
Direktausfuhren θηλ πλ
εξαγωγή αποβλήτων
έμμεση εξαγωγή
έμμεση εξαγωγή
εξαγωγή εμπορευμάτων
Warenexport αρσ
εξαγωγή κεφαλαίων
Ausfuhrverbot ουδ
Ausfuhrschein αρσ
Exportanstieg αρσ
Exportdokumente ουδ πλ
Exportquote θηλ
Ausfuhrbeschränkung θηλ ενικ
Exportanteil αρσ
Ausfuhrmenge θηλ
Gesamtausfuhr θηλ
Ausfuhrland ουδ
Exportland ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με εξαγωγή

εξαγωγή θηλ πετρελαίου
εξαγωγή θηλ κεφαλαίων
εξαγωγή θηλ γαιανθράκων
εξαγωγή θηλ άνεργοςς
εξαγωγή θηλ δοντιού
Zahnziehen ουδ
εξαγωγή δοντιού
Zahnziehen ουδ
εξαγωγή ρίζας (δοντιού)
εξαγωγή αποβλήτων
έμμεση εξαγωγή
εξαγωγή κεφαλαίων
εξαγωγή θηλ θέσεων εργασίας

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский