Γερμανικά » Γαλλικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: Vistule , Intimus και intim

intim [ɪnˈtiːm] ΕΠΊΘ

1. intim (innig, persönlich):

4. intim (hervorragend):

spécialiste αρσ θηλ de qc

Intimus <-, Intimi> [ˈɪntimʊs, Plː ˈɪntimi] ΟΥΣ αρσ χιουμ τυπικ

intime αρσ θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γερμανικά

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina