Γερμανικά » Γαλλικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: Sampler , Dealer , Taler , Maler , empören και empor

empor [ɛmˈpoːɐ] ΕΠΊΡΡ τυπικ

II . empören* ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

1. empören (sich entrüsten):

2. empören (rebellieren):

Maler(in) <-s, -> ΟΥΣ αρσ(θηλ)

1. Maler (Kunstmaler):

peintre αρσ
artiste αρσ θηλ peintre

2. Maler (Anstreicher):

peintre αρσ [en bâtiment]

Taler <-s, -> [ˈtaːlɐ] ΟΥΣ αρσ

thaler αρσ

Dealer(in) <-s, -> [ˈdiːlɐ] ΟΥΣ αρσ(θηλ) οικ

dealeur(-euse) (dealer) αρσ

Sampler <-s, -> [ˈsaːmplɐ, ˈzamplɐ] ΟΥΣ αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γερμανικά

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina