Γερμανικά » Γαλλικά

lähmen [ˈlɛːmən] ΡΉΜΑ μεταβ

ιδιωτισμοί:

Βλέπε και: gelähmt

Παραδειγματικές φράσεις με lähmende

wohltuende/lähmende Stille

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina