Γερμανικά » Γαλλικά

Lahme(r) ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ

Lahme(r)
boiteux(-euse) αρσ (θηλ)
Lahme(r) ΘΡΗΣΚ
paralytique αρσ θηλ

lahm [laːm] ΕΠΊΘ

3. lahm οικ (langweilig):

mollasson(ne) οικ

4. lahm οικ (unglaubwürdig):

vaseux(-euse) οικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "Lahme Lahmer" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina