Γερμανικά » Γαλλικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: Kirchenpfleger , Altenpfleger και Krankenpfleger

Kirchenpfleger(in) ΟΥΣ αρσ(θηλ)

Altenpfleger(in) ΟΥΣ αρσ(θηλ)

infirmier(-ière) αρσ (θηλ) en gériatrie

Krankenpfleger(in) ΟΥΣ αρσ(θηλ)

infirmier(-ière) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina