Γερμανικά » Γαλλικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: gelt , gelb , geil και gell

gell, gelle νοτιογερμ, CH

gell → gelt

Βλέπε και: gelt

gelt [gɛlt] ΕΠΙΦΏΝ νοτιογερμ, A, CH οικ

hein οικ

I . geil [gaɪl] ΕΠΊΘ

1. geil (lüstern):

vicieux(-euse)

2. geil αργκ (sehr gut):

super αμετάβλ οικ
géant(e) οικ
génial(e) οικ
d'enfer οικ

3. geil αργκ (versessen):

auf etw αιτ geil sein
être botté(e) par qc οικ

II . geil [gaɪl] ΕΠΊΡΡ

1. geil (mit Lüsternheit):

2. geil αργκ (auf sehr gute Art):

super bien οικ
avoir un look d'enfer οικ

gelb [gɛlp] ΕΠΊΘ

gelt [gɛlt] ΕΠΙΦΏΝ νοτιογερμ, A, CH οικ

hein οικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina