Γερμανικά » Γαλλικά

Μεταφράσεις για „durchgehechelt“ στο λεξικό Γερμανικά » Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά » Γερμανικά)

durch|hecheln ΡΉΜΑ μεταβ μειωτ οικ

Παραδειγματικές φράσεις με durchgehechelt

in der Presse durchgehechelt werden

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Auch darin wird – wie es der Zufall will – das Matthäusevangelium durchgehechelt.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina