Γερμανικά » Γαλλικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: scheel , chem. , checken και chelou

scheel [ʃeːl] ΕΠΊΘ ΕΠΊΡΡ οικ

de traviole οικ

chem. ΕΠΊΘ

chem. συντομογραφία: chemisch

Βλέπε και: chemisch

I . chemisch [ˈçeːmɪʃ] ΕΠΊΘ

checken [ˈtʃɛkən] ΡΉΜΑ μεταβ

1. checken (überprüfen):

checken, wer/ob ...

2. checken αργκ (begreifen):

piger οικ

3. checken ΑΘΛ:

chelou [ʃlu] ΕΠΊΘ οικ (louche)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina