Γερμανικά » Γαλλικά

I . beschränken* ΡΉΜΑ μεταβ

2. beschränken (einschränken):

II . beschränken* ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina