Γερμανικά » Γαλλικά

Achtzigjährige(r) ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ

achtzigjährig [-jɛːrɪç] ΕΠΊΘ προσδιορ

Achtzigjährige(r) θηλ(αρσ)
octogénaire αρσ θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με Achtzigjähriger

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Seine Herrschaft war aber nicht ernstlich bedroht, er starb unangefochten als Achtzigjähriger.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina