Γερμανικά » Γαλλικά

Achtzigjährige(r) ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ

achtzigjährig [-jɛːrɪç] ΕΠΊΘ προσδιορ

Achtzigjährige(r) θηλ(αρσ)
octogénaire αρσ θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "Achtzigjährige Achtzigjähriger" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina