Γερμανικά » Αγγλικά

stau·ben [ˈʃtaubn̩] ΡΉΜΑ αμετάβ απρόσ ρήμα

stauben (Staub aufwirbeln):

bei etw δοτ staubt es sehr

ιδιωτισμοί:

pass auf, sonst staubt's!

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

pass auf, sonst staubt's!

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文