Γερμανικά » Αγγλικά

langfristiger Kredit ΟΥΣ αρσ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ

Ειδικό λεξιλόγιο

langfristig ΕΠΊΘ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ

Ειδικό λεξιλόγιο

langfristig ΕΠΊΡΡ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ

Ειδικό λεξιλόγιο

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

langfristiger Kredit

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文